- ὁμόθηρος
- ὁμόθηροςpartner in the chasemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόθηρος — ὁμόθηρος, ον (Α) αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θηρος (< θήρ «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύ θηρος] … Dictionary of Greek
ὁμόθηρον — ὁμόθηρος partner in the chase masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek